- ευκολόπιστος
- η , ο[ν] легковерный, доверчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολόπιστος — η, ο αυτός που πιστεύει εύκολα, ο εύπιστος … Dictionary of Greek
ευκολοπιστία — η [ευκολόπιστος] η ιδιότητα τού ευκολόπιστου, το να είναι κανείς ευκολόπιστος, η ευπιστία … Dictionary of Greek
αλαφρόπιστος — η, ο ευκολόπιστος, μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πίστη] … Dictionary of Greek
ετοιμοπειθής — ἑτοιμοπειθής, ές (ΑΜ) αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πειθής (< πείθω), πρβλ. ευ πειθής] … Dictionary of Greek
ετοιμόπιστος — ἑτοιμόπιστος, ον (Μ) ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πιστός, πρβλ. δύσ πιστος, εύ πιστος] … Dictionary of Greek
ευανάπειστος — εὐανάπειστος, ον (Α) 1. αυτός που μεταπείθεται εύκολα 2. εύπιστος, ευκολόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πειστος (< ανα πείθω), πρβλ. δυσ ανά πειστος] … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
ευκολοπίστευτος — η, ο αυτός που τόν πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
εύπειστος — η, ο (Α εὔπειστος, ον και για πρόσωπα εὔπιστος, ον) αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός 2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πειστος (< πείθω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
εύπιστος — η, ο (Α εὔπιστος, ον) 1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος 2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος αρχ. 1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος 2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek